ἀπροσπτωσία

English (LSJ)

ἡ, freedom from error, Alex. Aphr.de An.150.35.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
infalibilidad τὸ πρῶτον οἰκεῖον ἔδοξεν εἶναι ... τοῖς δὲ Ἀκαδημαϊκοῖς ἡ ἀ. Alex.Aphr.de An.150.35.

German (Pape)

[Seite 339] ἡ, v.l. bei D. L. für ἀπροπτωσία, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσπτωσία: ἡ, διάφ. γρ. ἐν Δ. Λαερτ. 7. 46 ἀντὶ ἀπροπτωσία.