ἀπρόσκρουστος

English (LSJ)

ἀπρόσκρουστον,
A free from blows, ἕλκη φυλάττειν ἀ. Hierocl. p.25A.
II not taking offence, πρός τινα Plu. in Hes.65.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no producido por un golpe ἕλκη φυλάττομεν ἀπρόσκρουστα Hierocl.p.25.
2 que no causa daño πρὸς αὐτόν Plu.Fr.86
fig. subst. τὸ ἀ. lo que no daña, lo inofensivo τοῖς ἁμαρτάνουσιν Basil.M.31.985A.
II adv. -ως de forma inofensiva ἀ. εἰς ὑπόμνησιν ἄγει Gr.Nyss.M.46.572A.

German (Pape)

[Seite 339] nicht anstoßend, sich nicht veruneinigend, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσκρουστος: -ον, ὁ μὴ προσκρούων, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. σ.151.

Greek Monolingual

ἀπρόσκρουστος, -ον (Α)
αυτός που δεν προσκρούει κάπου, που δεν αντιμετωπίζει εμπόδια.