ἀπρόσμαστος

German (Pape)

[Seite 339] VLL., Erkl. des homer. ἀπροτίμαστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσμαστος: -ον, ἴδε ἐν λ. ἀπροτίμαστος.