ἀπροτίμαστος

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροτίμαστος Medium diacritics: ἀπροτίμαστος Low diacritics: απροτίμαστος Capitals: ΑΠΡΟΤΙΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: aprotímastos Transliteration B: aprotimastos Transliteration C: aprotimastos Beta Code: a)proti/mastos

English (LSJ)

ἀπροτίμαστον, Ep. for ἀπρόσμαστος, (μαίομαι)
A untouched, undefiled, of Briseis, Il.19.263.
II unapproachable, of Homer, Euph.118.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 no tocado de Briseida, Il.19.263.
2 inalcanzable Ὅμηρος Euph.145.
3 ἀπροτίμαστον· ἀπροσδόκητον Hsch.

German (Pape)

[Seite 340] dor. u. poet. für ἀπρόσμαστος, unangetastet, Il. 19, 263; Euphor. frg. 62.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non touché, non outragé.
Étymologie: , προτί=πρός, μάσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροτίμαστος: нетронутый Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροτίμαστος: -ον, Ἐπικ. καὶ Δωρ. ἀντὶ τοῦ ἀπρόσμαστος (προσμάσσω), ἄψαυστος, ἄθικτος, ἀμόλυντος, ἀλλ’ ἔμενἀπροτίμαστος ἐνὶ κλισίῃσιν ἐμῇσιν, περὶ τῆς Βρισηΐδος, Ἰλ. Τ. 263. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, «οὗ δυσχερὲς ἐφάψασθαι τῆς δυνάμεως», περὶ Ὁμήρου, Εὐφορίων 62.

English (Autenrieth)

(μάσσω): untouched, Il. 19.263†.

Greek Monolingual

ἀπροτίμαστος, -ον (Α)
1. άθιχτος, αμόλυντος
2. απλησίαστος.

Greek Monotonic

ἀπροτίμαστος: Δωρ. αντί ἀ-πρόσμαστος (προσμάσσω), άθικτος, ανέγγιχτος, αμόλυντος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

= ἀπρόσμαστος προσμάσσω
untouched, undefiled, Il.

Translations

unreachable

Bulgarian: недостижим; Catalan: inabastable; Chinese Mandarin: 遥不可及的, 不可及; Finnish: saavuttamaton; German: unerreichbar; Greek: άφταστος, άφθαστος; Ancient Greek: ἀκατάληπτος, ἀκατόρθωτος, ἀκίχητος, ἀνάλωτος, ἀνέφεδρος, ἀπρόσικτος, ἀπρόσιτος, ἀπροτίμαστος; Hungarian: elérhetetlen; Italian: irraggiungibile; Maori: aweawe; Russian: недосягаемый, недостижимый; Spanish: inalcanzable; Swedish: oåtkomlig, onåbar; Turkish: ulaşılmaz