ἀπρόσχωρος

English (LSJ)

ον, arrogant, Gloss.

Spanish (DGE)

-ον arrogante, Gloss.3.372.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσχωρος: ὁ μέγα φρονῶν, ὑπερήφανος, Γλωσσ.