ἀπωστικός
English (LSJ)
ἀπωστική, ἀπωστικόν, rejecting, δύναμις Gal.Nat.Fac.3.8.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
expulsor, expelente (δύναμις) de los vomitivos, Gal.2.177.
German (Pape)
[Seite 342] fortdrängend.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπωστικός: -ή, -όν, ὁ πρὸς ἄπωσιν ἢ ἀπέλασιν κατάλληλος, Γαλην.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀπωστικός, -ή, -όν) απώστης
ο ικανός ή κατάλληλος για απώθηση.