ἀπόπλους

English (LSJ)

contr. for ὁ ἀπόπλοος¹ and ἀπόπλοος², ον.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 départ par eau;
2 retour par eau.
Étymologie: ἀποπλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπλους:
I ὁ стяж. = ἀπόπλοος I.
стяж. = ἀπόπλοος II.

German (Pape)

zusammengezogen aus ἀπόπλοος¹ und ἀπόπλοος².