ἀπόπλοος
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
English (LSJ)
(A), contr. ἀπόπλους, ὁ,
A sailing away, ἐνθεῦτεν Hdt.8.79, Arist.Po.1454b2.
2 voyage home or voyage back, X.An.5.6.20; of the Greeks at Troy, Arist.Po.1457b7.
(B), ον, contr. ἀπόπλους, ἀπόπλουν,
A starting on a voyage, AP5.177 (Mel.).
II unseaworthy, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. -πλους
I 1que zarpa τις ἀ. ἔμπορος AP 5.178 (Mel.).
2 subst. ὁ ἀ. acción de zarpar, zarpa, salida con las naves ἀ. ὁ ἐνθεῦτεν Hdt.8.79, cf. Plb.30.9.12, Plu.2.868a, tít. de obra de Epiménides, D.L.1.112
•por el cont. amplio salida o marcha para la vuelta, regreso de los griegos de Troya, Arist.Po.1454b2, 1459b7, gener., X.An.5.6.20, Plb.4.58.11, Plu.2.215a, 941d (ap. crít.), PRoss.Georg.2.18.183 (II d.C.), D.C.74.11.3.
II que ya no sirve para navegar πλοῖον Hsch.
German (Pape)
[Seite 319] zsgzgn ἀπόπλους, ουν, zur Seefahrt untauglich, Hesych. Bei Mel. 95 (V, 178) ἔμπορος, der im Begriff ist abzufahren. zsgzgn -πλους, ὁ, Abfahrt zu Schiffe, Her. 8, 79 u. Folgde; ἀπόπλουν ποιεῖσθαι Pol. 5, 5; Rückfahrt, Xen. An. 5, 6, 20.
French (Bailly abrégé)
c. ἀπόπλους.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπλοος:
I стяж. ἀπόπλους ὁ
1 отплытие Her., Polyb., Plut.;
2 обратное плавание, возвращение Xen., Arst., Plut.
II стяж. ἀπόπλους 2 отправляющийся в плавание (ἔμπορος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπλοος: συνῃρ. -πλους, τὸ ἀποπλέων, περὶ ἀποπλόου τῶν ἐνθεῦτεν Ἡρόδ. 8. 79. 2) ἐπάνοδος διὰ θαλάσσης εἰς τὴν πατρίδα, ἐν τῷ ἀπόπλῳ ἔχειν τἀπιτήδεια Ξεν. Ἀν. 5. 6, 20· περὶ τῶν Ἑλλήνων ἐν Τροίᾳ, Ἰλίου πέρσις καὶ ἀπόπλους Ἀριστ. Ποιητ. 15, 10., 23, 7.
Greek Monotonic
ἀπόπλοος: συνηρ. -πλους, ὁ (ἀποπλέω)·
1. αναχώρηση πλοίου, απόπλους, σε Ηρόδ.
2. επάνοδος, επιστροφή στην πατρίδα δια θαλάσσης, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἀποπλέω
1. a sailing away, Hdt.
2. a voyage home or back, Xen.