ἀπόπρισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, shavings, prob. l. Arist. Mir.841a16.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
raedura, raspadura Arist.Mir.841a16 (cj.), θυίνων ἀποπρισμάτων ID 1409 Ba.2.35 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 320] τό, das Abgesägte, Sägespäne, Conj. für ἀπόπτισμα, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπρισμα: τό, πριονίδι, πιθ. γραφὴ ἐν Ἀριστ. π. Θαυμ. 113.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπρισμα: ατος τό опилки (Arst. - v.l. ἀπόπτισμα).