ἀπόσβεσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, extinction, πνρός Arist.AP0.93b10; ζωῆς Procl. in R.2.113 K.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
extinción ζωῆς Democr.B 1, πυρός Arist.APo.93b6, 10, cf. Heph.Astr.3.4.5
•humo ἡ ἀνιοῦσα μετὰ τῶν θρυαλλίδων ἀ. sinón. de λιγνύς Adam.Vent.p.33.
German (Pape)
[Seite 323] ἡ, das Erlöschen, φωτός Arist. anal. post. 2, 8; Ausbleiben des Pulses, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόσβεσις: -εως, ἡ, σβέσις, σβύσιμον, πυρὸς Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 8, 7, κ. ἀλλ.