ἀπόσκηνος

English (LSJ)

ἀπόσκηνον, (σκηνή) encamping apart, living and messing alone, opp. σύσσιτος, Id.Cyr.8.7.14.

Spanish (DGE)

-ον
que es de otra tienda οἰκειότεροι ... σύσσιτοι ἀποσκήνων son más familiares los compañeros que los de otra tienda X.Cyr.8.7.14.

German (Pape)

[Seite 324] (σκηνή), getrennt wohnend, nicht mit Andern zusammenlebend, Gegensatz σύσσιτος Xen. Cyr. 8, 7, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit à part, litt. sous une tente à part.
Étymologie: ἀπό, σκηνή.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόσκηνος: живущий отдельно Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσκηνος: -ον, (σκηνὴ) ὁ κατασκηνῶν χωριστά, ὁ ζῶν καὶ τρεφόμενος κατ’ ἰδίαν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ σύσσιτος, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14.

Greek Monolingual

ἀπόσκηνος, -ον (Α)
αυτός που στρατοπεδεύει χωριστά, που ζει και σιτίζεται μόνος του.

Greek Monotonic

ἀπόσκηνος: -ον (σκηνή), αυτός που κατασκηνώνει χωριστά, που ζει και τρέφεται μόνος, σε Ξεν.

Middle Liddell

σκήνη
encamping apart, messing alone, Xen.