ἀπότιτθος

English (LSJ)

ἀπότιτθον, put from the breast, weaned, Ph.2.83,332.

Spanish (DGE)

-ον
destetado γίνεται Ph.2.83, cf. 332, παιδίον, ἀπότιτθον ἄρτι γεγονός Anon.Mirac.Thecl.24.2.

German (Pape)

[Seite 331] (τίτθη), von der Mutterbrust entwöhnt, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότιτθος: -ον, ὁ ἀπὸ τῶν μαστῶν τῆς μητρὸς ἀπομακρυνθείς, ὁ ἀπογαλακτισθείς, Φίλων 2. 83.