ἀπότμησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, cutting off, ἀγκυρίων Ph.Bel.100.33 (pl.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
corte c. gen. ἀγκυρείων Ph.Mech.100.33, αἰδοίων Tat.Orat.8, κεφαλῆς Eus.HE 5.4.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότμησις: -εως, ἡ, ἀποκοπή, ἀπόκοψις, Φίλων Βελοπ. 100.

Greek Monolingual

ἀπότμησις, η (Α)
ἀποτομή, αποκοπή.