ἀρέσαι

English (LSJ)

ἀρέσασθαι, v. ἀρέσκω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao. Act. de ἀρέσκω.

German (Pape)

aor. zu ἀρέσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρέσαι: inf. aor. к ἀρέσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρέσαι: ἀρέσασθαι, ἴδε τὸ ῥῆμα ἀρέσκω.

English (Autenrieth)

see ἀρέσκω.

Greek Monotonic

ἀρέσαι: ἀρέσασθαι, απαρ. Ενεργ. και Μέσ. αορ. αʹ του ἀρέσκω.