ἀραιόφυλλος

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, with scanty leaves, Zonar.s.v. μανόφυλλον.

Spanish (DGE)

-ον de escaso follaje Zonar.s.u. μανίφυλλον.

German (Pape)

[Seite 343] mit spärlichen Blättern, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀραιόφυλλος: -ον, ἔχων ὀλίγα, ἀραιὰ φύλλα, «μανίφυλλον (ἀλλ. γρ. μανόφυλλον)· ἀραιόφυλλον· μανὸν γὰρ τὸ ἀραιόν· οὕτως Ὦρος ὁ Θηβαῖος» Ζωναρ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀραιόφυλλος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει αραιά φύλλα.