ἀργυρολαμπής

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρολαμπής: -ές, (λάμπω), λάμπων ἐκ τοῦ ἀργύρου ἢ ὡς ἄργυρος, Γρηγ. Νύσσ. Τ. 1. σ. 22 CA: - ἐντεῦθεν ῥῆμα ἀργυρολαμπέω, Ψελλ. εἰς ᾎσμα ᾈσμ. α΄ , 11.