ἀργυρωμάτιον
English (LSJ)
τό, Dim. of ἀργύρωμα, Arr.Epict.3.26.36.
Spanish (DGE)
-ου, τό
en plu. enseres de plata, ID 1441A.2.104, PCair.Zen.44.9, 74.2, 6 (III a.C.), IG 14.427.1.5 (Tauromenio), Arr.Epict.3.26.36.
Greek Monolingual
ἀργυρωμάτιον, το (Α) αργύρωμα
μικρό αργυρό σκεύος.