ἀργυρόδουλος

English

slave to money, greedy, avaricious

νυνὶ δὲ γῆς ἔντερον, γαστρίδουλον, θηλυμανές, ἰταμόν, μέθυσον, πορνοκόπον, ἀργυρώνητον, ἀνελεύθερον, ἀργυρόδουλον, πρὸς αὐτῇ τῇ γενέσει σιδηροκατάδικον...

But, in fact, he was an earthworm, glutton, lady-crazy, reckless, drunken, fornicating, venal, low-class, greedy, and iron-condemned... (Suda, Lexicon, Alphabetic letter sigma, entry 897, line 70)

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρόδουλος: ὁ, δοῦλος τοῦ ἀργυρίου, αἰσχρός, Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξει Σπάδων.

Greek Monolingual

ἀργυρόδουλος, ο (Α)
ο δούλος του χρήματος, αυτός που δεν βάζει τίποτε πάνω απ' το χρήμα.