ἀρθροκηδής

English (LSJ)

ἀρθροκηδές, limb-distressing, πόνοι Luc. Trag.15.

Spanish (DGE)

-ές que afecta a las articulaciones πόνοι Luc.Trag.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρθροκηδής: -ές, ὁ τὰ ἄρθρα τοῦ σώματος λυμαινόμενος, ἀρθροκηδέσιν πόνοις Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 15.

Greek Monolingual

ἀρθροκηδής (-οῦς), -ές (Α)
ενοχλητικός στις αρθρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρον + -κηδής < κήδος].