ἀριδάκρυτος
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ον muy llorado Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριδάκρῡτος: -ον, ὁ λίαν θρηνηθείς, «ἀριδάκρυτον˙ πολυδάκρυτον» Ἡσύχ.
German (Pape)
[ῡ], sehr tränenreich, Hesych.
-ον muy llorado Hsch.
ἀριδάκρῡτος: -ον, ὁ λίαν θρηνηθείς, «ἀριδάκρυτον˙ πολυδάκρυτον» Ἡσύχ.
[ῡ], sehr tränenreich, Hesych.