ἀριστεῖος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, Adj. belonging to the bravest, bestowed as the prize of valour, στέφανοι, τιμαί, D.H.6.94, 9.13; γέρας Plu.Thes.26; Ἡρακλεῖ ποιήσειν θυσίαν ἀριστεῖον Id.Pyrrh.22.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se da como premio al valor στέφανοι D.H.6.94, τιμαί D.H.9.13, γέρας Plu.Thes.26, v. ἀριστεῖον.
2 excelente ἀριστῆον ... πόσιν MAMA 1.234.11 (Laodicea Combusta).

Greek Monolingual

ἀριστεῖος, -ον (Α) αριστεύω
αυτός που ανήκει στον γενναιότατο, αυτός που απονεμήθηκε σαν βραβείο γενναιότητας.