ἀριστῆρες

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστῆρες: οἱ, εἶδος οἰκονομικῶν ἀρχόντων ἢ ὑπαλλήλων, τὰνδὲ [σ]τάλαν τοὺς ἀριστῆρας θέσθαι (Ἐπιγρ. Ἐλατείας τοῦ β΄, π.Χ. αἰῶνος) BCH X. 363, τὸ δὲ ἀνάλωμα δόμεν τοὺς Φωκάρχας καὶ τοὺς ἀριστῆρας θέσθα[ι ἐν τοὺς λόγους] αὐτόθι XI. 333, στιχ. 21.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ
n. de ciertos magistrados en Elatea, IG 9(1).101.9 (III a.C.) (cf. 2 ἀριστεύς, pero quizá error por ἀρτιστῆρες, q.u.).