ἀνάλωμα
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
English (LSJ)
[ᾱλ], ατος, τό, ἀνήλωμα freq. in Pap. and Inscrr. as IG22.1228.12, 12(5).1061.17 (iii B. C.), Wilcken Chrest.30 i1 (ca. 200 B.C.):—
A expense, cost, A.Supp.476; opp. λῆμμα, Lys.32.20, Pl.Lg. 920c: in plural, expenses, Th.7.28, D.21.106, etc.; οὐσίαν, ἧς αἱ πρόσοδοι λύουσι τἀναλώματα Diph.32.5; ἐκ τῶν ἰδίων ἀναλωμάτων καθώπλισαν τοὺς νεανίσκους = did at their own private costs arm the younger men, Decr. ap. D.18.116, cf. IG7.3073, etc.: metaph., σκαιόν γε τἀνάλωμα τῆς γλώσσης τόδε E.Supp.547.
2 exhalation, Plu.2.384a codd.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ἀνήλωμα IG 12(5).1061.17 (Ceos III a.C.), 22.1228.12 (Ática II a.C.), 7.3073.31 (Lebadea II a.C.), Wilcken Chr.1.30.1.1 (II a.C.)
• Prosodia: [-ᾱ-]
1 gasto, dispendio A.Supp.476, Antipho Soph.B 77, Th.1.99, 7.28, Lys.32.20, Isoc.2.19, Is.8.25, Pl.Plt.298a, Lg.920c, X.Mem.3.6.6, Diph.32.5, D.21.106, Decr. en D.18.116, Arist.Pol.1271a30, Oec.1345b26, IG ll.cc. PTeb.701.211 (III a.C.), Wilcken Chr.l.c., I.BI 1.111, AI 3.257, 4.237, Luc.Dem.Enc.33, Plu.2.182d, D.C.48.53.4, Epit.9.11.6
•gasto de olores, emanación τὰ γὰρ ὀσφραντὰ ... τὴν αἴσθησιν ... ἀμβλύνει ... διαχεομένων ἐν τῷ σώματι τῶν ἀναλωμάτων ὑπὸ λειότητος Plu.2.384a
•fig. σκαιόν γε τἀνάλωμα τῆς γλώσσης τόδε este gasto de palabras es estúpido E.Supp.547.
2 presa, botín λανθάνουσιν αὐτοὶ ἑκατέρων ἀνάλωμα γινόμενοι Aesop.212.
German (Pape)
[Seite 197] τό, das Verbrauchte, der Aufwand, Aesch. Suppl. 476; Thuc. 7, 28; ἀναλώματα εἰς σιτία Dem. 27, 20; ἀνάλωμα γίγνεται Plat. Legg. VI, 775 a; ἀναλώματα ἀναλίσκειν V, 743 a; φέρειν, die Kosten tragen, Polit. 298 a; πυρός, Raub des Feuers, Heliod.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 dépense;
2 perte.
Étymologie: ἀναλόω, ἀναλίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάλωμα: ατος (ᾰνᾱ) τό тж. pl.
1 расход, расходы, издержки Aesch., Thuc., Lys., Xen., Plat., Arst., Plut.: ἀναλώματα εἴς τι Dem. расходы на что-л.; ἐκ τῶν ἰδίων ἀναλωμάτων Dem. на собственный счет; σκαιὸν ἀ. τῆς γλώσσης Eur. пустая трата слов;
2 испарение (ἐν τῷ σώματι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλωμα: -ατος, τό, ἀνήλωμα ἐν μεταγ. ἐπιγραφαῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 2347c. 61., 3137. 58· (ἀνᾱλόω): - δαπάνη, ἔξοδον, ἀπώλεια, ζημία, Αἰσχύλ. Ἱκ. 476· ἀντίθ. τῷ λῆμμα Λυσ. 905. 1, Πλάτ. Νόμ. 920C· κατὰ πληθ., δαπάναι, Θουκ. 7. 28, κτλ.· οὐσίαν, ἧς αἱ πρόσοδοι λύουσι τἀναλώματα, καλύπτουσι τὰ ἔξοδα, Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 5· ἴδε ἐν λ. ἀναλίσκω Ι. - ἐκ τῶν ἰδίων ἀναλωμάτων καθοπλίζειν = ἐξ ἰδίας δαπάνης, Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 265. 22: μεταφ., σκαιόν γε τἀνάλωμα τῆς γλώσσης τόδε Εὐρ. Ἱκ. 547. 2) ἀναθυμίασις, Πλούτ. 2. 384Α.
Greek Monolingual
το (Α ἀνάλωμα και ἀνήλωμα)
δαπάνη, έξοδο
αρχ.
1. ζημιά, βλάβη, απώλεια
2. αναθυμίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω. Το -η- της ρηματ. αυξήσεως του ἀναλίσκω (ἀνήλωσα κ. τ. ό), επεκτάθηκε καταχρηστικά και σε άλλους τύπους, ακόμη και ουσιαστικά, όπως ο παράλληλος τ. ἀνήλωμα].
Greek Monotonic
ἀνάλωμα: -ατος, [ᾱ], τό (ἀνᾱλόω), δαπάνη, έξοδο, κόστος, στον πληθ. δαπάνες, σε Θέογν., Θουκ.
Middle Liddell
[ἀνᾱλόω]
expenditure, cost, in plural expenses, Thuc., etc.
English (Woodhouse)
cost, expenditure, expense, what is expended