ἀρκτοτρόφος

English (LSJ)

ἀρκτοτρόφον, keeping bears, Procop.Arc.9.

German (Pape)

[Seite 354] Bären ernährend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρκτοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων ἄρκτους καὶ ἄλλα θηρία πρὸς ἔκθεσιν, θηριοκόμος, θηριονόμος, Προκόπ. ΙΙΙ. 58, 21.

Greek Monolingual

ἀρκτοτρόφος, -ον (Μ)
αυτός που τρέφει και εκγυμνάζει άρκτους για να παρουσιάζει διάφορα νούμερα.