θηριοκόμος
From LSJ
τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father
English (LSJ)
ὁ, keeper of wild beasts, Procop.Arc.9.
Greek (Liddell-Scott)
θηριοκόμος: ὁ, ὁ τρέφων καὶ περιποιούμενος ἄγρια θηρία, Προκόπ.
Greek Monolingual
θηριοκόμος, ὁ (Α)
αυτός που τρέφει και περιποιείται άγρια ζώα κλεισμένα σε κλουβιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. ιπποκόμος, νοσοκόμος].