ἀρνήσιμος

English (LSJ)

ἀρνήσιμον, to be denied, τούτων δ' οὐδέν ἐστ' ἀ. S.Ph.74.

Spanish (DGE)

(ἀρνήσῐμος) -ον
que se puede desmentir ἐμοὶ δὲ τούτων οὐδέν ἐστ' ἀρνήσιμον S.Ph.74.

German (Pape)

[Seite 357] ον, zu läugnen, Soph. Phil. 74.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on peut nier.
Étymologie: ἀρνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀρνήσιμος: подлежащий отрицанию: ἐμοὶ δὲ τούτων οὐδέν ἐστ᾽ ἀρνήσιμον Soph. ничего из этого я не могу отрицать.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρνήσιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ ἀρνηθῇ, τούτων δ’ οὐδέν ἐστ’ ἀρνήσιμον Σοφ. Φ. 74.

Greek Monolingual

ἀρνήσιμος, -ον (Α) άρνησις
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να αρνηθεί.

Greek Monotonic

ἀρνήσιμος: -ον (ἀρνέομαι), αυτός που μπορεί κάποιος να αρνηθεί, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἀρνέομαι
to be denied, Soph.