ἀρούριον

English (LSJ)

τό, Dim. of ἄρουρα, AP11.365 (Agath.).

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Prosodia: [ᾰ]
dim. de ἄρουρα pequeño campo de labor εἴπερ ἐπομβρηθῇ τὸ ἀ. ... μηδέ τιν' ὑλαίην τέξεται ἀνθοσύνην AP 11.365 (Agath.), sin cont. PSI 974.6 (I/II d.C.).

German (Pape)

[Seite 358] dim. von ἄρουρα, ein kleines Landgut, Agath. 71 (XI, 365).

Russian (Dvoretsky)

ἀρούριον: (ᾰ) τό маленький земельный участок, клочок земли Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρούριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄρουρα, Ἀνθ. Π. 11, 365.

Greek Monotonic

ἀρούριον: τό, υποκορ. του ἄρουρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

[Dim. of ἄρουρα, Anth.]