ἀρρίπιστος

English (LSJ)

[ῑ], ον, not cooled or ventilated, Gal.10.745.

Spanish (DGE)

-ον no ventilado σώματα Gal.10.745.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρίπιστος: [ῑ], -ον, μὴ ῥιπισθείς, μὴ ξηρανθείς, Γαλην. τ. 10, σ. 251.

Greek Monolingual

ἀρρίπιστος, -ον (Α) ριπίζω
αυτός που δεν έχει δροσιστεί ή δεν έχει αεριστεί.

German (Pape)

nicht ausgelüftet, Galen.