ριπίζω
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
Greek Monolingual
(I)
ῥιπίζω, ΝΜΑ ῥιπή
1. προκαλώ ριπή, προξενώ πνοή ανέμου, φυσώ
2. ανεμίζω τη φλόγα, ξανάβω, αναρριπίζω
νεοελλ.
εξάπτω, εξερεθίζω
αρχ.
1. εξακοντίζω, εκτινάσσω κάποιον («ἐρρίπισέ τε τὸν ἀντίπαλον», Ηλιόδ.)
2. (το παθ.) ῥιπίζομαι
α) τρέμω
β) μέ πηγαίνει ο άνεμος εδώ κι εκεί.
(II)
Ν
1. (κυρίως σχετικά με υγρά) χύνω κάτω, αδειάζω («ρίπισε τον κουβά»)
2. (σχετικά με σωρό) σκορπίζω (α. «ο αέρας ρίπισε τον άμμο» β. «ρίπισε τα κούτσουρα να σβήσει η φλόγα»).