ἀρρητολογία

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρητολογία: ἡ βέβηλος, ἀνίερος ὁμιλία, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Πρ. 3. 13, σ. 122Α.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ lenguaje inexplicable Eus.PE 3.13.19, 5.32.2.