Ionic for ὀρρωδία.
ὀρρωδία: ион. ἀρρωδίη ἡ боязнь, страх, опасение (δέος τε καὶ ἀ. Her.): ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχειν τι Thuc. бояться чего-л.
Furchtsamkeit, Scheu
ion. c. ὀρρωδία.
ὀρρωδίαionic for ὀρρωδία