ἀρρωδίη

English (LSJ)

Ionic for ὀρρωδία.

Russian (Dvoretsky)

ὀρρωδία: ион. ἀρρωδίηбоязнь, страх, опасение (δέος τε καὶ ἀ. Her.): ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχειν τι Thuc. бояться чего-л.

German (Pape)

Furchtsamkeit, Scheu

French (Bailly abrégé)

ion. c. ὀρρωδία.

Middle Liddell

ὀρρωδία
ionic for ὀρρωδία