ὀρρωδία
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
Ion. ἀρρωδίη, ἡ, terror, Hdt.7.173, E.Ph.1389, etc.; τοὺς Ἕλληνας εἶχε δέος τε καὶ ἀρρωδίη Hdt.8.70; ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχειν τι Th.2.89; ἐστὶ ἀρρωδίη τινὶ περί τινος Hdt.9.101; ἐς πᾶσαν ἀρρωδίην ἀπίκατο, μὴ.. Id.4.140; ὀ. μοι μή τι βουλεύσῃς κακόν E.Med. 317.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
crainte, frayeur : ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχειν τι THC redouter qch.
Étymologie: ὀρρωδέω.
German (Pape)
ἡ, Furchtsamkeit, Scheu; Eur. Phoen. 1398; μῶν σ' ἐξέπληξ' ὀρρωδία, Ion 403; mit folgendem μή, Med. 317; ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχειν, fürchten, Thuc. 2.89; Sp., wie Luc. Dea Syr. 29.
Russian (Dvoretsky)
ὀρρωδία: ион. ἀρρωδίη ἡ боязнь, страх, опасение (δέος τε καὶ ἀ. Her.): ἐν ὀρρωδίᾳ ἔχειν τι Thuc. бояться чего-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρρωδία: Ἰων. ἀρρωδίη, ἡ, (ὀρρωδέω) φόβος, τρόμος, Ἡρόδ. 7. 173, Εὐρ. Φοίν. 1389, κτλ.· τοὺς Ἕλληνας εἶχε δέος τε καὶ ἀρρ. Ἡρόδ. 8. 70· ἐν ὀρρ. ἔχειν τι Θουκ. 2. 89· ἐστὶ ἀρρ. μοι περί τινος Ἡρόδ. 7. 101· ἐς ἀρρ. ἀπικέσθαι μὴ …, ὁ αὐτ. 4. 140· ὀρρ. μοι μή τι βουλεύῃς κακὸν Εὐρ. Μήδ. 317.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀρρωδία και Α ιων. τ. ἀρρωδίη) ορρωδώ
1. τρόμος, φόβος, δέος
2. έλλειψη θάρρους και αποφασιστικότητας, δειλία, ατολμία, δισταγμός, ενδοιασμός.
Greek Monotonic
ὀρρωδία: Ιων. ἀρρωδίη, ἡ, τρόμος, φρίκη, σε Ηρόδ., Ευρ.
Middle Liddell
ὀρρωδία, Ionic ἀρρωδίη, ἡ,
terror, affright, Hdt., Eur.