ἀρτηριώδης

English (LSJ)

ἀρτηριῶδες, like an artery (ἀρτηρία), μέρη Gal.8.737; κοιλία τῆς καρδίας left ventricle, ibid.; ἀρτηριώδης φλέψ pulmonary artery, Herophil. ap. Ruf.Onom. 203, cf. Gal.UP6.10.

Spanish (DGE)

-ες
medic. arterial, vascular (κοιλία) ἀ. ventrículo arterial del ventrículo izquierdo del corazón, Gal.8.737, φλέψ vena arterial e.d. la arteria pulmonar, Herophil.117, Gal.3.445 y ss.
vascular μέρη Gal.8.476 (compar.), 737
vascularizado (τόπος) ἀ. καὶ φλεβώδης Alex.Aphr.Pr.1.10, cf. Gal.19.359, 361.

German (Pape)

[Seite 361] ες, arterienartig.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτηριώδης: ες (εἶδος) ὅμοιος ἀρτηρίᾳ, ἀρτ. φλέψ, ἡ πνευμονικὴ λεγομένη ἀρτηρία, Ἡρόφιλος παρὰ Ρούφ. Ἐφ., ἴδε Greenhill Θεόφ. σ. 96. 12.

Greek Monolingual

ἀρτηριώδης, -ες (Α) αρτηρία
αυτός που μοιάζει με αρτηρία.