ἀρχίμηνος

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχίμηνος: ἡ, (ἐνν. ἡμέρα) ἡ πρώτη τοῦ μηνός, κατ’ ἀρχίμηνον τὴν Ἰανουαρίου Τζέτζ. Ἱστ. 13. 247.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
calendas κατ' ἀρχίμηνον τὴν Ἰαννουαρίου Tz.H.13.241, tb. en plu. σελήνης ἀρχιμήνοις en el comienzo de la luna nueva Tz.H.13.256.