ἀρχαιρεσιακός
English (LSJ)
ἀρχαιρεσιακή, ἀρχαιρεσιακόν, for ἀρχαιρεσίαι, ἐκκλησία IGRom.3.474 (Lycia), al.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
electoral, para elegir magistrados ἐκκλησία SEG 27.938.14 (Tlos II d.C.), IGR 3.474.7 (Balbura III d.C.).
German (Pape)
[Seite 364] zur Wahlversammlung gehörig, comitialis.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιρεσιακός: -ή, -όν, ὁ τῶν ἀρχαιρεσιῶν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰς ἀρχαιρεσίας, Γλωσσ.: -ιάρχης, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς πολιτικῆς τινος μερίδος, Ἡρωδιαν. Ἐπιμ. 167.