ἀρχαιόπλουτος
English (LSJ)
ἀρχαιόπλουτον, rich from olden time, of hereditary wealth, A.Ag.1043, S.El.1393 (lyr.), Lys.19.49, Arist.Rh.1387a24.
Spanish (DGE)
-ον
que es rico desde antiguo op. ‘nuevo rico’, de pers. ἀρχαιοπλούτων δεσποτῶν πολλὴ χάρις A.A.1043, cf. Cratin.171.70, τῶν ἀρχαιοπλούτων ... καὶ τῶν νεωστὶ ἐν δόξῃ γεγενημένων Lys.19.49, μᾶλλον λυποῦσιν οἱ νεόπλουτοι ἄρχοντες διὰ τὸν πλοῦτον ἢ οἱ ἀ. Arist.Rh.1387a25, τοὺς ἀρχαιοπλούτους ... καὶ διαδόχους ἀρχαίας εὐδαιμονίας Lib.Decl.30.49
•tb. de cosas ἑδώλια S.El.1393, ἱερόν Poll.1.23, πόλις Poll.9.18.
German (Pape)
[Seite 364] von Alters her reich, δεσπόται Aesch. Ag. 1013; πατρὸς ἑδώλια Soph. El. 1585; Prosa, Lys. 19, 49.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une antique opulence.
Étymologie: ἀρχαῖος, πλοῦτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχαιόπλουτος: исстари богатый Aesch., Soph., Lys., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιόπλουτος: -ον, ὁ ἀπὸ ἀρχαίων χρόνων πλούσιος, ὁ ἔχων ἀρχαῖον ἐκ κληρονομίας πλοῦτον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1043. Σοφ. Ἠλ. 1395, Λυσ. 156. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 9, 9 καὶ ἴδε ἀρτίπλουτος.
Greek Monolingual
ἀρχαιόπλουτος, -ον (Α)
αυτός που έχει αρχαίο πλούτο ή κληρονομιά γενεών.
Greek Monotonic
ἀρχαιόπλουτος: -ον, αυτός που είναι από αρχαία πλούσια οικογένεια, αυτός που έχει κληρονομημένο πλούτο, σε Αισχύλ., Σοφ.
Middle Liddell
rich from olden time, of old hereditary wealth, Aesch., Soph.
English (Woodhouse)
Translations
old money
Afrikaans: ouerykes; Albanian: paratë e vjetra; Armenian: հինհարուստ; Bulgarian: старитебогаташ; Catalan: vell ric; Czech: starý bohatý; French: vieux riche; Esperanto: malnovoriĉulo; German: Altereicher; Hungarian: régigazdag; Polish: starybogaty, starybogacz; Indonesian: orang kaya tua; Greek: παλαιόπλουτος; Irish: lucht an seanshaibhris; Icelandic: gamallríkur maður, gamallríkur kona; Mongolian: хөгшинбаян; Bengali: পুরাতন ধনী; Russian: старые деньги; Belarusian: старыбагаты; Portuguese: velho rico; Spanish: viejo rico; Tamil: பழைய பணக்காரர்; Hindi: पुराने अमीर; Uyghur: كونا باي; Persian: ثروت به ارث رسیده