ἀρτίπλουτος
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ἀρτίπλουτον, newly gotten, χρήματα E.Supp.742.
Spanish (DGE)
-ον
de nuevo rico λαβὼν ... ἀρτίπλουτα χρήματα ὕβριζ' E.Supp.742.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui consiste en richesses récemment acquises.
Étymologie: ἄρτι, πλοῦτος.
German (Pape)
χρήματα, neuer Reichtum, Eur. Suppl. 764.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτίπλουτος: недавно нажитой (χρήματα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτίπλουτος: -ον, ὁ ἀρτίως κερδανθείς, κτηθείς, ἀρτίπλουτα χρήματα Εὐρ. Ἱκ. 742· πρβλ. ἀρχαιόπλουτος.
Greek Monolingual
ἀρτίπλουτος, -ον (Α)
αυτός που αποκτήθηκε πολύ πρόσφατα.
Greek Monotonic
ἀρτίπλουτος: -ον, αυτός που αποκτήθηκε πρόσφατα, χρήματα, σε Ευρ.
Middle Liddell
newly gotten, χρήματα Eur.