ἀρχιπατριώτης

English (LSJ)

ἀρχιπατριώτου, ὁ, head of a family, LXX Jo.21.1.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cabeza de familia LXX Io.21.1.

Greek Monolingual

ἀρχιπατριώτης, ο (Α)
ο αρχηγός πατριάς ή οικογένειας.