ἀρχώνης
English (LSJ)
ἀρχώνου, ὁ, chief contractor or farmer of revenue, And.1.133 (ἄρχων εἷς codd.), PRev.Laws 10.10, al., CIG (add.)3912; ἀρχώνης λιμένων, = promagister portorii, Ephes.2 No.29; ἀρχώνης τεσσαρακοστῆς λιμένων Ἀσίας promagister quadragesimae, OGI525.5 (Halic.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ arrendamiento general de impuestos, publicano mayor c. gen. τῆς πεντηκοστῆς encargado de cobrar la cincuentava parte (el 2%) de las exportaciones e importaciones, And.Myst.133, τεσσαρακοστῆς λιμένων Ἀσίας OGI 525.5 (Halicarnaso), cf. IEphesos 627.18, 3056.12 (ambas II d.C.), CIG add.3912 (Hierápolis).
German (Pape)
[Seite 367] ὁ, der Hauptpächter, Andoc. 1, 133, wahrscheinlich richtig emend. für ἄρχων εἷς, vgl. E. M.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχώνης: -ου, ὁ, -α, ὁ πρῶτος τῶν ἀγοραστῶν, τῶν μισθουμένων τὰς δημοσίας προσόδους, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκαι) 3912· διορθωθὲν ὑπὸ τοῦ Reisk ἐν Ἀνδοκίδ. 17. 24 (περὶ Μυστηρ. 132 ἔκδ. Blass), ἀντὶ ἄρχων εἷς τῆς πεντηκοστῆς. Κατὰ τὸ Ἐτυμ. Μ. (151, 19) «ἀρχώνης, ὁ ἄρχων ὠνῆς οὑτινοσοῦν», πρβλ. Α. Β. 202, 27, κατὰ δὲ τὸν Ἡσύχ. «ἀρχώνης· ὁ προηγούμενος...»