ἀσθενοποιός

English (LSJ)

ἀσθενοποιόν, causing weakness, Archig. ap. Aët.12.1, Sch.A.R.2.205, Sch.Nic.Th.158.

Spanish (DGE)

-όν
debilitante Archig. en Aët.12.1, ἀ. ἢ ἀσθενής Sch.A.R.2.205, πληγή Sch.Nic.Th.158.

German (Pape)

[Seite 370] schwach machend, Schol. Ap. Rh. 2. 205.

Greek Monolingual

ἀσθενοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί ασθένειες.