ἀσκοδέτης

English (LSJ)

ἀσκοδέτου, ὁ, string for wineskins, Nic.Th.928.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cuerda para cerrar un odre Nic.Th.928.

German (Pape)

[Seite 371] ὁ, das Band, womit der Weinschlauch zugebunden wird, Nic. Th. 928.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκοδέτης: -ου, ὁ, λωρίον δι’ οὗ δένουσι τοὺς ἀσκούς, Νικ. Θ. 928.

Greek Monolingual

ἀσκοδέτης, ο (Α)
λουρί με το οποίο δένουν τα ασκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + -δέτης < δέω (Ι) «δένω»].