δέτης

Greek (Liddell-Scott)

δέτης: -ου, ὁ, ὁ δένων, Γρηγ. Ναζιανζ. 3, 450Α (Migne).

Spanish (DGE)

-ου, ὁ atador, que ata δ. ἐμός el que hizo mi ligazón, el que me creó compuesto de alma y cuerpo, Gr.Naz.M.37.450A, cf. Gloss.2.268.

Greek Monolingual

ο (AM δέτης) [δω (δέω)]
αυτός με τον οποίο δένουν κάτι ή αυτός που δένει κάτι
νεοελλ.
1. ναυτ. λεπτό σκοινί για δέσιμο, αναδέτης, διαθέτης, επιδέτης, σάγουλα
2. (για βιβλία) η ταινία που συγκρατεί τα τυπογραφικά φύλλα τών δεμένων βιβλίων.