ἀσμενέω

English (LSJ)

(ἄσμενος) = ἀσμενίζω, only in Din.1.34 ἀσμενεῖν μεταβολήν wish for a change.

Spanish (DGE)

recibir con agrado μεταβολήν τινα τῶν παρεστηκότων κακῶν Din.1.34.

German (Pape)

[Seite 372] gern haben, wünschen, Dinarch. 1, 34 τί.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσμενέω: (ἄσμενος) = τῷ ἑπομ. μόνον παρὰ Δεινάρχ. 94. 34, ἀχθομένη (ἡ Ἑλλὰς) τοῖς παροῦσι πράγμασιν, ἠσμένει μεταβολήν τινα τῶν κακῶν, ἠσμένιζεν, ἐπεθύμει.