ἀσμενίζω

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσμενίζω Medium diacritics: ἀσμενίζω Low diacritics: ασμενίζω Capitals: ΑΣΜΕΝΙΖΩ
Transliteration A: asmenízō Transliteration B: asmenizō Transliteration C: asmenizo Beta Code: a)smeni/zw

English (LSJ)

take gladly or receive gladly, τι Plb.6.8.3; ἀγλαΐαν Plot.5.8.12; ἐπιστήμην, λόγους, Them.Or.33.364d, 8.107b; τὸν Ἰουδαϊσμόν Porph.Chr.27: intr., to be satisfied with a thing, τινί Plb.3.97.5; τῇ ἡδονῇ Muson.Fr.6p.27H., cf. Agathin. ap. Orib.10.7.10, Ph.2.37, etc.; ἀ. εἰ.. Plb.4.11.5: c. part., ἀ. ἐσθίοντες Plu.2.101d; ὡς χρησόμενοι App.BC3.40:—Med. as Dep., Aesop.45.

Spanish (DGE)

1 tr. recibir con agrado, recibir con satisfacción, recibir con alivio οὐτ' ... περιττῶς ἠσμένισεν ἡμᾶς Aeschin.Ep.5.1, τὰς ... διατριβάς Luc.Am.27, (τῶν τόκων) ἀγλαΐαν Plot.5.8.12, τὸν Ἰουδαϊσμόν Porph.Chr.27, λόγους Them.Or.8.107b, τὰς Μούσας Them.Or.8.105d, cf. 13.173b, 33.364d, πρὸ τούτων θάνατον Iambl.VP 191
hipercar. ἵνα τε τὸ γενναῖον καὶ ἀνδρεῖον ... εὖ ἀσμενίζωσι Corn.ND 21
tb. en v. med. μὴ δεῖν τούτων ἀσμενίζεσθαι τὰς φιλίας Aesop.6, ἡ δὲ (ἀλώπηξ) τὴν συντυχίαν ἀσμενισαμένη Aesop.9.1.
2 intr. c. dat. estar satisfecho, contentarse τῇ συμφορᾷ Aeschin.Ep.5.5, τῇ ... φιλίᾳ καὶ συμμαχίᾳ Plb.3.97.5, τῇ παρούσῃ καταστάσει Plb.6.9.4, cf. Ph.2.37, Luc.Am.4, Ph.Hypoth. en Eus.PE 8.11.11, ἀσμενίζουσαι (τίτθαι) τῷ ... κάρῳ τῶν παιδίων Agathin. en Orib.10.7.10, ταῖς δὲ ... πρεπο[ί] σαισ' ἀσμενιζοίσα χαρᾷ ... τειμαῖσι IKyme 19.20 (I a./d.C.)
c. prep. ἐπὶ τῷ γεγονότι Plb.5.87.3
c. otras constr.: c. complet. ἀσμενίζοντες εἰ μή τις αὐτοῖς ἐγχειροίη Plb.4.11.5, cf. D.C.36.24.3, ὅτι ... ἔσεις ... τινα νοῦν ἡγεμονικόν M.Ant.12.14, τὸ παιδίον ἀσμενίσαν πως προσφύεται τῇ θηλῇ I.AI 2.227, c. part. ἄρτον λιτὸν ... ἀσμενίζουσιν ἐσθίοντες Plu.2.101d, Μαρκέλλου προσιόντος ἀσμενίζοντες App.Hann.51.

German (Pape)

[Seite 372] gern annehmen, zufrieden sein, τί, womit, Pol. 6, 8, 3; τινί 2, 97, 5; ἐπί τινι 5, 87; mit folgdm εἰ 4, 11, 5. – Med, τί, etwas beifällig aufnehmen, lobpreisen, Aesop. 4 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ao. 3ᵉ sg. ἠσμένισε;
se réjouir;
Moy. ἀσμενίζομαι (part. ao. fém. ἀσμενισαμένη) se réjouir.
Étymologie: ἄσμενος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσμενίζω:
1 радостно или с удовольствием встречать (τι Polyb.);
2 радоваться, быть довольным (τινί и ἐπί τινι Polyb.): ἄρτον λιτὸν ἀσμενίζουσιν ἐσθίοντες Plut. они с удовольствием едят простой хлеб.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσμενίζω: μέλλ. -ίσω, δέχομαί τι εὐχαρίστως ἢ προθύμως, οἱ δὲ… ἀσμενίζοντες τὴν ἐπιτροπὴν οὐδὲν προυργιαίτερον ἐποιοῦντο τοῦ κοινοῦ συμφέροντος Πολύβ. 6. 8, 3· ἀμεταβ., μένω εὐχαριστημένος, τινί, ἢ σπανιώτερον ἐπί τινι, ὁ αὐτ. 3. 97, 5., 5. 87, 3· ἀσμενίζοντες, εἰ μή τις αὐτοῖς ἐγχειροίη καὶ βιάζοιτο κινδυνεύειν ὁ αὐτ. 4. 11, 5· μετὰ μετοχ., 1. 101D - οὕτω καὶ μέσως, ἡ δὲ τὴν δυστυχίαν ἀσμενισαμένη Αἰσώπ. Μῦθ. 45 Halm (ἔκδ. Κοραῆ σ. 281, μῦθος 4). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 7 - 11.

Greek Monolingual

ἀσμενίζω άσμενος
1. δίνω σε κάποιον ευχαρίστηση
2. μένω ευχαριστημένος από κάτι ή με κάτι.

Greek Monotonic

ἀσμενίζω: μέλ. -σω, είμαι πολύ ευχαριστημένος, σε Πολύβ.

Middle Liddell

ἄσμενος
to be well-pleased, Polyb.