ἀστραγαλίσκος

English (LSJ)

ὁ, small anklebone, Dim. of ἀστράγαλος, Roussel Cultes Égyptiens 218 (Delos, ii B.C.), Poll.6.99; name of a surgical appliance, P Med.Lond.2.14.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 astrágalo pequeño, moldura pequeña de una vasija ἔχουσα βάσιν δὲ καὶ ἀστραγαλίσκους τρεῖς ID 1403Bb.1.11 (II a.C.), ὁ δὲ ψυκτὴρ ... οὐ μὴν ἔχει πυθμένα ἀλλ' ἀστραγαλίσκους Poll.6.99, ἀστραγαλίσκος ὁ ἐπὶ τῆς περικεφαλαίας Hsch.s.u. φάλαρα.
2 medic. n. de un instrumento quirúrgico usado en estomatología, Heliod.(?) en PMed.Lond.1.2.14.

German (Pape)

[Seite 377] ὁ, = ἀστραγάλιον, Poll. 6, 99.

Greek Monolingual

ἀστραγαλίσκος, ο (Α)
1. ο μικρός αστράγαλος
2. ονομασία χειρουργικού εργαλείου.