ἀστροθέτημα

English (LSJ)

-ατος, τό, a group of stars, constellation, Suid. s.v. ἀστήρ.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
agrupación de estrellas, constelación Sud.s.u. ἀστήρ, Eust.Op.263.85.

German (Pape)

[Seite 378] τό, Schol. Od. 4, 75, Sternbild.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστροθέτημα: τό, ἄθροισμα ἀστέρων, ἀστερισμός, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀστήρ.