ἀστερισμός Search Google

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστερισμός Medium diacritics: ἀστερισμός Low diacritics: αστερισμός Capitals: ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: asterismós Transliteration B: asterismos Transliteration C: asterismos Beta Code: a)sterismo/s

English (LSJ)

ὁ,
A constellation, marking with stars, Ptol.Geog. 1.22.4, Sch.Arat.205; arrangement of constellations, disposition of constellations, depiction of constellations τῆς Ἀργοῦς Hipparch.1.8.1, cf. 2.1.12; a starry ornament, star-shaped ornament f.l. for ἀστερίσκος in D.S.19.34.
II = καταστερισμός (study of the constellations, placing among the stars), Herm. ap. Stob.1.49.44.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 representación de las constelaciones τῆς στερεᾶς σφαίρας Ptol.Geog.1.22.4, ὅς (Pegaso) ἐστιν ἡμίτονος κατὰ τὸν ἀστερισμὸν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τῆς Ἀνδρομέδας κείμενος Sch.Arat.205, τῆς Ἀργοῦς Hipparch.1.8.1, τῶν δώδεκα ζῳδίων Hipparch.2.1.12.
2 constelación, Corp.Herm.Fr.23.17.

German (Pape)

[Seite 375] ὁ, Aufzeichnen u. Eintragen der Sterne auf den Himmelsglobus, Ptolem. geogr. 1, 22; auch Lesart der Mss. bei Diod. 19, 34, wo Wesseling ἀστερίσκος ändert, ein Schmuck.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστερισμός: ὁ, ἡ σημείωσις τῶν ἀστέρων ἐπὶ σφαίρας, τὸν αὐτὸν τρόπον τῷ τῆς στερᾶς σφαίρας ἀστερισμῷ Πτολ. Γεωγρ. 1. 22, 5· σύστημα ἀστέρων, ἀστερισμός, ἐν τῷ ἀστερισμῷ τῆς Ἀργοῦς Ἵππαρχ. εἰς Ἀράτ. Φαινόμ. σ. 193D· κόσμημα ἀστεροειδές, ἀμφ. ἐν Διοδ. 19. 34, ἔνθα διορθοῦται εἰς ἀστερίσκος.

Greek Monolingual

ο (AM ἀστερισμός) αστήρ
μια ομάδα απλανών αστέρων που εμφανίζονται με ορισμένη διάταξη
αρχ.
η ιχνογράφηση αστεριών επάνω σε ομοίωμα του ουράνιου θόλου.

Translations