ἀσυνάντητος

English (LSJ)

ἀσυνάντητον, not to be met, unsocial, Hsch. s.v. ἀξύμβλητον.

Spanish (DGE)

-ον que no admite trato Hsch.s.u. ἀξύμβλητον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυνάντητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, ἀκοινώνητος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον.

Greek Monolingual

και ασυναπάντητος, -η, -ο
εκείνος τον οποίο δεν συναντά κανείς.