ἀσυννεφής
English (LSJ)
ἀσυννεφές, unclouded, Sch.Pi.O.1.16; not bringing clouds, ἄνεμοι Thphr. Vent.11.
Spanish (DGE)
-ές
1 libre de nubes, despejado οὐρανός Sch.Pi.O.p.26 Böckh.
2 que no comporta nubes ἄνεμοι Thphr.Vent.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυννεφής: -ές, ὁ μὴ συννεφής, «ἀσυννέφιαστος», Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 1, 16.
Greek Monolingual
ἀσυννεφής, -ές (AM) συννεφής ασυννέφιαστος
αρχ.
(για τον άνεμο) που δεν φέρνει σύννεφα.