ἀσυντρόχαστος

English (LSJ)

ἀσυντρόχαστον, incompatible, Simp.in Cat.380.25.

Spanish (DGE)

-ον
incompatibleἈριστοτέλης ... κατὰ μαχομένων καὶ ἀσυντροχάστων ... τὴν ὁμωνυμίαν ἔταξεν Simp.in Cat.380.25, ἀ. πρὸς ἕτερον Origenes Or.24.2.